αγγελοκαμωμένος

αγγελοκαμωμένος
και -κάμωτος, -η, -ο
ωραίος σαν άγγελος, αγγελοπλασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + καμωμένος, μτχ. τού ρ. κάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • αγγελικός — ή (και ιά), ό (Α ἀγγελικός, ή, όν) [ἄγγελος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς νεοελλ. όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους… …   Dictionary of Greek

  • αγγελόμορφος — η, ο αυτός που έχει αγγελική μορφή, ωραίος, αγγελοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + μορφή] …   Dictionary of Greek

  • αγγελοκάμωτος — αγγελοκάμωτος, η, ο και αγγελοκαμωμένος, η, ο αγγελόμορφος, πλασμένος σαν άγγελος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”